πολυανωρ

πολυανωρ
    πολυάνωρ
    πολυ-άνωρ
    -ορος (ᾱ) adj.
    1) многолюдный
    

(πόλις Arph.)

    2) обильно посещаемый
    

(ξενόεις θρόνος Eur.)

    3) имевшая много мужей
    

(γυνή Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολυανωρ" в других словарях:

  • πολυάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής 2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα 3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία β) «γυνή πολυάνωρ» γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνορα — πολυά̱νορα , πολυάνωρ with many men masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνορι — πολυά̱νορι , πολυάνωρ with many men masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνορος — πολυά̱νορος , πολυάνωρ with many men masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»